Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρέφομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
στρέφομαι
στρέφομαι
στρέφομαι εναντίον κάποιου
στρέφομαι προς τα
στρέφομαι προς/σε
sich zuwenden
στρέφομαι εναντίον κάποιου
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „στρέφομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
στρέφομαι
στρέφομαι
απευθύνομαι, στρέφομαι
στρέφομαι, απευθύνομαι
sich hinwenden zu +δοτ
στρέφομαι προς
sich hinwenden zu +δοτ
στρέφομαι προς
στρέφομαι, γυρίζω
sich gegen etw αιτ wenden
στρέφομαι ενάντια σε κάτι
στρέφομαι προς το μέρος κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский