Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρογγυλός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρογγυλ|ός <-ή, -ό> [strɔɲɟiˈlɔs], στρόγγυλ|ος [ˈstrɔɲɟilɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

στρογγυλός

Παραδειγματικές φράσεις με στρογγυλός

στρογγυλός μυς της ωμοπλάτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский