Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρόφιγγα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρόφιγγα [ˈstrɔfiŋga] SUBST θηλ

1. στρόφιγγα (μεντεσές):

στρόφιγγα
Angel θηλ

2. στρόφιγγα (κάνουλα):

στρόφιγγα
Hahn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский