Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈstrɔnɔ] VERB μεταβ

1. στρώνω (απλώνω):

στρώνω

2. στρώνω (κρεβάτι):

στρώνω

3. στρώνω (δάπεδο):

στρώνω

4. στρώνω (δρόμο):

στρώνω

5. στρώνω (τραπέζι):

στρώνω

II . στρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈstrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. στρώνω (φόρεμα):

στρώνω

2. στρώνω (δουλειά, εργάτης):

στρώνω

3. στρώνω (ανωμαλίες, καιρός):

στρώνω

III . στρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. στρώνομαι (ξαπλώνω):

Παραδειγματικές φράσεις με στρώνω

στρώνω με πλακάκια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский