Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλογισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συλλογισμός [silɔjizˈmɔs] SUBST αρσ

1. συλλογισμός (σκέψη):

συλλογισμός
Überlegung θηλ

2. συλλογισμός φιλος (εξαγωγή συμπεράσματος):

συλλογισμός
Syllogismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский