Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμαχητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμμαχητής (συμμαχήτρια) [simaçiˈtis, simaˈçitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συμμαχητής (συμμαχήτρια)
Mitstreiter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский