Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπεριφέρομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπεριφέρ|ομαι <-θηκα> [simbɛriˈfɛrɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. συμπεριφέρομαι (ενεργώ κάπως):

συμπεριφέρομαι

2. συμπεριφέρομαι (φέρνομαι καλά ή άσχημα):

συμπεριφέρομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский