Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμφέρει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συ|μφέρει <-νέφερε> [siɱˈfɛri] VERB απρόσ ρήμα

συμφέρει
δε με/σε συμφέρει

Παραδειγματικές φράσεις με συμφέρει

δε με/σε συμφέρει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский