Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεννοούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεννο|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [sinɛnɔˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. συνεννοούμαι (επικοινωνώ):

συνεννοούμαι
συνεννοούμαι με κάποιον για κάτι

2. συνεννοούμαι (κλείνω μυστική συμφωνία):

συνεννοούμαι

Παραδειγματικές φράσεις με συνεννοούμαι

συνεννοούμαι με κάποιον για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский