Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συν|τρέχω <-τρεξα [ή -έτρεξα] > [sinˈdrɛxɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με συντρέχω

συντρέχω σε κάτι (συμβάλλω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский