Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συσχετίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συσχετί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sisçɛˈtizɔ] VERB μεταβ

συσχετίζω με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский