Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφετερισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφετερισμός [sfɛtɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

σφετερισμός
Usurpation θηλ
σφετερισμός χρήσης (πράγματος) ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με σφετερισμός

σφετερισμός χρήσης (πράγματος) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский