Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμπτυξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμπτυξ|η <-εις> [ˈsimptiksi] SUBST θηλ

1. σύμπτυξη (δίπλωμα):

σύμπτυξη

2. σύμπτυξη (συντόμευση):

σύμπτυξη
Kürzung θηλ

3. σύμπτυξη ΣΤΡΑΤ:

σύμπτυξη
Rückzug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский