Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τέντωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τέντωμα [ˈtɛndɔma] SUBST ουδ

1. τέντωμα (σκοινιού):

τέντωμα
Spannen ουδ

2. τέντωμα (άπλωμα):

τέντωμα
Ausstrecken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский