Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταλαντεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταλαντ|εύομαι <-τηκα> [talanˈdɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ταλαντεύομαι (κουνιέμαι ρυθμικά):

ταλαντεύομαι

2. ταλαντεύομαι (διστάζω):

ταλαντεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский