Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταπεινότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταπεινότητα [tapiˈnɔtita] SUBST θηλ

1. ταπεινότητα (ταπεινοσύνη):

ταπεινότητα

2. ταπεινότητα (προστυχιά):

ταπεινότητα
Niedrigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский