Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταυτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ταυτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tafˈtizɔ] VERB μεταβ (θεωρώ όμοιο)

ταυτίζω με

II . ταυτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ταυτίζομαι (είμαι όμοιος):

2. ταυτίζομαι (αισθάνομαι να ανήκω κάπου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский