Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τζίφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τζίφος [ˈdzifɔs] SUBST αρσ

1. τζίφος (αποτυχία):

τζίφος
Fehlschlag αρσ

2. τζίφος (χαμένος κόπος):

τζίφος όλη η δουλειά μας!

3. τζίφος (ανίκανο άτομο):

τζίφος
Niete θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με τζίφος

τζίφος όλη η δουλειά μας!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский