Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τιμολόγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τιμολόγιο [timɔˈlɔjiɔ] SUBST ουδ

1. τιμολόγιο (κατάλογος):

τιμολόγιο
Preisliste θηλ

2. τιμολόγιο (λογαριασμός):

τιμολόγιο
Rechnung θηλ
ένα τιμολόγιο για 3.000 ευρώ
προξενικό τιμολόγιο

3. τιμολόγιο (ταρίφα, διατίμηση):

τιμολόγιο
Tarif αρσ
τιμολόγιο μεταφοράς ΟΙΚΟΝ
Frachttarif αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τιμολόγιο

μισθολογικό τιμολόγιο
Lohntarif αρσ
τιμολόγιο μεταφοράς ΟΙΚΟΝ
προξενικό τιμολόγιο
ένα τιμολόγιο για 3.000 ευρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский