Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρίψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρίψιμο [ˈtripsimɔ] SUBST ουδ

1. τρίψιμο (η πράξη):

τρίψιμο
Reiben ουδ

2. τρίψιμο (φθορά):

τρίψιμο
Abnutzung θηλ

3. τρίψιμο (εντριβή):

τρίψιμο
Einreibung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский