Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρυφερότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρυφερότητα [trifɛˈrɔtita] SUBST θηλ

1. τρυφερότητα (απαλότητα):

τρυφερότητα
Zartheit θηλ

2. τρυφερότητα (στοργή):

τρυφερότητα
Zärtlichkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский