Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιγαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιγαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsiɣaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. τσιγαρίζω (καβουρντίζω):

τσιγαρίζω

2. τσιγαρίζω μτφ (βασανίζω):

τσιγαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский