Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιμπολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιμπολογ|ώ <-είς, -ησα> [tsimbɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

1. τσιμπολογώ (τρώω):

τσιμπολογώ κάτι

2. τσιμπολογώ (αποσπώ χρήματα):

τσιμπολογώ κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με τσιμπολογώ

τσιμπολογώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский