Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τυφλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τυφλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tiˈflɔnɔ] VERB μεταβ

1. τυφλώνω (κάνω τυφλό):

τυφλώνω κάποιον

2. τυφλώνω μτφ (για ζήλια):

τυφλώνω

II . τυφλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский