Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τυχάρπαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τυχάρπαστ|ος <-η, -ο> [tiˈxarpastɔs] ΕΠΊΘ

είναι τυχάρπαστος

Παραδειγματικές φράσεις με τυχάρπαστος

είναι τυχάρπαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский