Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπαινιγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπαινιγμός [ipɛniɣˈmɔs] SUBST αρσ

υπαινιγμός για
Anspielung θηλ auf +αιτ

Παραδειγματικές φράσεις με υπαινιγμός

ένας εμφανής υπαινιγμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский