Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπαλληλία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπαλληλία [ipaliˈlia] SUBST θηλ

1. υπαλληλία (ιδιότητα υπαλλήλου):

υπαλληλία

2. υπαλληλία (σύνολο υπαλλήλων):

υπαλληλία
Beamtenschaft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский