Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπαρκτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπαρκτ|ός <-ή, -ό> [iparˈktɔs] ΕΠΊΘ

1. υπαρκτός (δυνατός):

υπαρκτός

2. υπαρκτός (που υπάρχει):

υπαρκτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский