Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποθάλπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποθάλ|πω <-ψα> [ipɔˈθalpɔ] VERB μεταβ

1. υποθάλπω (προστατεύω):

υποθάλπω

2. υποθάλπω μτφ (υποδαυλίζω):

υποθάλπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский