Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαγωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαγωμέν|ος <-η, -ο> [faɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φαγωμένος (χορτάτος):

φαγωμένος

2. φαγωμένος (σίδερο, ξύλο):

φαγωμένος

3. φαγωμένος (παντελόνι):

φαγωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский