Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαρμακευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαρμακευτικ|ός <-ή, -ό> [farmacɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. φαρμακευτικός (σχετικός με τη φαρμακευτική):

φαρμακευτικός
pharmazeutisch, Pharma-
Pharmaprodukt ουδ

2. φαρμακευτικός (σχετικός με φάρμακα):

φαρμακευτικός
Arznei-

3. φαρμακευτικός (θεραπευτικός: βότανα):

φαρμακευτικός
Heil-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский