Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φεγγάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φεγγάρι [fɛŋˈgari] SUBST ουδ

1. φεγγάρι:

φεγγάρι
Mond αρσ
χωρίς φεγγάρι

2. φεγγάρι (σεληνόφως):

φεγγάρι
Mondschein αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φεγγάρι

γεμάτο φεγγάρι
Vollmond αρσ
λειψό φεγγάρι
Halbmond αρσ
χωρίς φεγγάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский