Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φορεμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορεμέν|ος <-η, -ο> [fɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φορεμένος (που φορέθηκε ήδη):

φορεμένος

2. φορεμένος (φθαρμένος):

φορεμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский