Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρεσκάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φρεσκάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [frɛsˈkarɔ] VERB μεταβ

1. φρεσκάρω (κάνω φρέσκο):

φρεσκάρω

2. φρεσκάρω μτφ (ανανεώνω):

φρεσκάρω

II . φρεσκάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [frɛsˈkarɔ] VERB αμετάβ (καιρός)

φρεσκάρω

III . φρεσκάρομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φρεσκάρομαι (δροσίζομαι):

2. φρεσκάρομαι (καλλωπίζομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский