Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φύραμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φύραμα [ˈfirama] SUBST ουδ

1. φύραμα (ζυμάρι):

φύραμα
Teig αρσ
φύραμα ασβεστίου
Kalkbrei αρσ

2. φύραμα μτφ (ποιόν, πάστα):

φύραμα
Schlag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φύραμα

φύραμα ασβεστίου
Kalkbrei αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский