Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειραφετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χειραφετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [çirafɛˈtɔ] VERB μεταβ

χειραφετώ

II . χειραφετούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский