Ελληνικά » Γερμανικά

χειροδικ|ώ <-είς, -ησα> [çirɔðiˈkɔ] VERB αμετάβ

χειροδικώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский