Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρόνιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρόνι|ος <-α, -ο> [ˈxrɔniɔs] ΕΠΊΘ

1. χρόνιος (που διαρκεί πολύ):

χρόνιος

2. χρόνιος ΙΑΤΡ:

χρόνιος

Παραδειγματικές φράσεις με χρόνιος

Langzeitpatient(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский