Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψαχουλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ψαχουλ|εύω <-εψα> [psaxuˈlɛvɔ] VERB μεταβ (ψηλαφώ)

ψαχουλεύω

II . ψαχουλ|εύω <-εψα> [psaxuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ (γυρεύω)

ψαχουλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский