Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψεύτρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψευτιά [psɛfˈtça] SUBST θηλ

1. ψευτιά (ψέμα):

Lüge θηλ

2. ψευτιά (απάτη):

Betrug αρσ

ψείρα [ˈpsira] SUBST θηλ

Laus θηλ

I . ψευτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [psɛfˈtizɔ] VERB μεταβ (νοθεύω)

II . ψευτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [psɛfˈtizɔ] VERB αμετάβ (χάνω από ποιότητα)

ψευτοζ|ώ <-είς, -ησα> [psɛftɔˈzɔ] VERB αμετάβ

ψεύτης (ψεύτρα) [ˈpsɛftis, ˈpsɛftra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ψεύτης (όποιος λέει ψέματα):

ψεύτης (ψεύτρα)
Lügner(in) αρσ (θηλ)

2. ψεύτης (απατεώνας):

ψεύτης (ψεύτρα)
Betrüger(in) αρσ (θηλ)

ψευδ|ής <-ής, -ές> [psɛˈvðis] ΕΠΊΘ

1. ψευδής (μη αληθής):

2. ψευδής (ανειλικρινής):

3. ψευδής (τεχνητός):

ψευδ|ός <-ή, -ό> [psɛˈvðɔs] ΕΠΊΘ

λύτρα [ˈlitra] SUBST ουδ πλ

Lösegeld ουδ ενικ

φύτρα [ˈfitra] SUBST θηλ

1. φύτρα (φυτικό έμβρυο):

Keim αρσ

2. φύτρα μτφ (γένος):

Geschlecht ουδ

χύτρα [ˈçitra] SUBST θηλ

λουτρά [luˈtra] SUBST ουδ πλ

1. λουτρά (παραθαλάσσια περιοχή):

Badeort αρσ ενικ

2. λουτρά (ιαματικές πηγές):

Heilbad ουδ ενικ

καύτρα [ˈkaftra] SUBST θηλ

1. καύτρα (κεριού):

verkohltes Ende ουδ

2. καύτρα (τσιγάρου):

glühendes Ende ουδ

άφθα [ˈafθa], άφτρα [ˈaftra] SUBST θηλ

Aphthe θηλ

I . έξτρα [ˈɛkstra] ΕΠΊΘ αμετάβλ

1. έξτρα (πρόσθετος):

2. έξτρα (εξαιρετικός):

λάτρα [ˈlatra] SUBST θηλ

λίτρο [ˈlitrɔ] SUBST ουδ, λίτρα [ˈlitra] SUBST θηλ

Liter αρσ

μήτρα [ˈmitra] SUBST θηλ

1. μήτρα ΑΝΑΤ:

Gebärmutter θηλ
Uterus αρσ
(breites) Mutterband ουδ

2. μήτρα ΤΥΠΟΓΡ:

Matrize θηλ

3. μήτρα Η/Υ:

Matrix θηλ

Πάτρα [ˈpatra] SUBST θηλ

ρήτρα [ˈritra] SUBST θηλ

Klausel θηλ
Abladeklausel θηλ
Sozialklausel θηλ
Strafklausel θηλ
Schutzklausel θηλ
Fobklausel θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский