Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιχαλίζει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιχαλί|ζει <-σε> [psixaˈlizi] VERB απρόσ ρήμα

ψιχαλίζει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский