Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όσφρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όσφρησ|η <-εις> [ˈɔsfrisi] SUBST θηλ

1. όσφρηση (αίσθηση):

όσφρηση
Geruchssinn αρσ

2. όσφρηση μτφ (ικανότητα προαίσθησης):

όσφρηση
Spürsinn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский