I.bust2 <παρελθ & μετ παρακειμ busted or βρετ also bust> [αμερικ bəst, βρετ bʌst] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bust (break) οικ:
3. bust < παρελθ & μετ παρακειμ busted> (bankrupt) αμερικ:
5. bust < παρελθ & μετ παρακειμ busted> (demote) αμερικ:
II.bust2 <παρελθ & μετ παρακειμ busted or βρετ also bust> [αμερικ bəst, βρετ bʌst] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
III.bust2 [αμερικ bəst, βρετ bʌst] ΟΥΣ
2. bust (raid):
- bust αργκ
- redada θηλ