I.crop [αμερικ krɑp, βρετ krɒp] ΟΥΣ
1.1. crop (quantity of produce):
- cosecha θηλ
1.3. crop (batch):
- crop οικ
II.crop <μετ ενεστ cropping; παρελθ, μετ παρακειμ cropped> [αμερικ krɑp, βρετ krɒp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. crop (cut):
- cropped jacket βρετ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.