I.hum <μετ ενεστ humming; παρελθ, μετ παρακειμ hummed> [αμερικ həm, βρετ hʌm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. hum:
2. hum (be active, vibrant):
- hum οικ
II.hum <μετ ενεστ humming; παρελθ, μετ παρακειμ hummed> [αμερικ həm, βρετ hʌm] ΡΉΜΑ μεταβ
III.hum [αμερικ həm, βρετ hʌm] ΟΥΣ
1. hum χωρίς πλ (of bees, machinery):
- zumbido αρσ