Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσχετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσχετ|ος <-η, -ο> [ˈasçɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. άσχετος (χωρίς σημασία: παρατηρήσεις, στοιχεία):

άσχετος

3. άσχετος (χωρίς ιδέα):

είναι άσχετος (δεν έχει ιδέα)
άσχετος είμαι

Παραδειγματικές φράσεις με άσχετος

άσχετος είμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский