Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έστειλ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έστειλ-

έστειλ- s. στέλνω

Βλέπε και: στέλνω

στ|έλνω <-ειλα, -άλθηκα, -αλμένος> [ˈstɛlnɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский