Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακινητοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακινητοποίησ|η <-εις> [acinitɔˈpiisi] SUBST θηλ

1. ακινητοποίηση (γενικά):

ακινητοποίηση
Stilllegung θηλ

2. ακινητοποίηση ΕΜΠΌΡ:

ακινητοποίηση
Festlegung θηλ

3. ακινητοποίηση ΙΑΤΡ (μέλους):

ακινητοποίηση
Ruhigstellung θηλ
ακινητοποίηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский