Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακράτεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακράτεια [aˈkratia] SUBST θηλ

1. ακράτεια (έλλειψη εγκράτειας):

ακράτεια

2. ακράτεια ΙΑΤΡ:

ακράτεια
Inkontinenz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский