Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανόητος , απόντες , άνοστος και ανοησία

I . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] ΕΠΊΘ

1. ανόητος (αστόχαστος, χαζός):

2. ανόητος (ηλίθιος):

II . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] SUBST αρσ (βλάκας)

άνοστ|ος <-η, -ο> [ˈanɔstɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский